- μύτις
- μύτιςthat part of molluscs which answers to the liverfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μύτις — μύτις, ἡ (ΑΜ) μύτη, ρύγχος αρχ. 1. το μέρος τών σπλάγχνων τών μαλακίων που αντιστοιχεί στο ήπαρ 2. μυττίς * 3. (κατά τον Ησύχ.) «μύτις ἰχθύς θήλεια, ἥτις ἄνευ ἄρρενος οὐ νέμεται καὶ ὁ ἐν[ν]εός καὶ ὁ μὴ λαλῶν καὶ ὁ πρὸς τὰ ἀφροδίσια ἐκλελυμένος».… … Dictionary of Greek
μύτι — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτιδα — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτιδι — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτιδος — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτιν — μύτις that part of molluscs which answers to the liver fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
μυττός — μυττός, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐν[ν]εός (άφωνος) καὶ τὸ γυναικεῑον (αἰδοῑον)». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «άφωνος» συνδέεται με τις συνώνυμες λ. μυττός και μύτις. Δεν είναι βέβαιο αν τα ττ ανάγονται σε κy , (μυττός < *μυ κy ός), ενώ είναι… … Dictionary of Greek
μυττίς — μυττίς, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ μέλαν τῆς σηπίας, θολός». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τον τ. μύτις* (βλ. και λ. μύτη)] … Dictionary of Greek
μύτης — μύτης, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μυττός». [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. που έχει διορθωθεί σε μύτις*] … Dictionary of Greek